Η Πηνελόπη Δέλτα γράφει το παραμύθι το 1910 έχοντας πρόσφατα την πικρή εμπειρία της ήττας του Ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897.
Ο Καμπανέλλης γράφει το θεατρικό του έργο το 1959. Το ονομάζει διασκευή του γνωστού παραμυθιού αλλά ο προσεκτικός αναγνώστης και των δύο κειμένων θα δει διαφορές και συγγένειες.
Η Ελλάδα του 1959 είναι μια χώρα που γλύφει τις πληγές της δέκα χρόνια από την επίσημη λήξη του εμφυλίου πολέμου.
Ο Καμπανέλλης βλέπει την Ελλάδα να έχει ένα παλάτι που παρεμβαίνει στην πολιτική του τόπου, μια διαπλοκή και ένα φαγοπότι από τους «ημέτερους» των ξένων δανείων και βοηθειών, ένα ξενιτεμό των νέων και μια πίκρα πως οι ελπίδες και οι προσδοκίες μετά από τη λαίλαπα των πολέμων δεν πραγματοποιούνται.
Η Δέλτα χαρακτηρίζει το βασίλειο ως βασίλειο των Μοιρολάτρων (η ορθογραφία της συγγραφέως) και περιγράφει την προϊστορία του.
Ο Καμπανέλλης με το προλογικό του τραγούδι «Κι ήταν που λέτε μια φορά, όπου είχαμε ένα βασιλιά καλό ανθρωπάκι» μας εισάγει απευθείας στο βασίλειο της παρακμής.
Η Δέλτα δίνει συμβολικά ονόματα στους ήρωες της, αντίθετα ο Καμπανέλλης τους ονοματίζει ανάλογα με τις ιδιότητές τους αφήνοντας να βγει ο χαρακτήρας από το θεατρικό διάλογο και όχι το περιγραφικό στοιχείο. Στο παραμύθι, όλοι οι ήρωες εκτός του Δάσκαλου και του Βασιλιά είναι αγράμματοι. Στο θεατρικό όμως έργο, ενώ δια στόματος Πρίγκιπος ακούγεται «Δάσκαλε σε χρειαζόμαστε. Είμαστε όλοι αγράμματοι...» πολλοί γνωρίζουν ανάγνωση και γραφή, ο δε Πρίγκιπας σπουδάζει και νομικά.
Στο Παλάτι του παραμυθιού η οικογενειακή κατάσταση είναι διαφορετική από εκείνη του θεατρικού έργου. Στο πρώτο, πιστή σύντροφος του Πρίγκιπα στην αγωνία και τον αγώνα για ένα δίκαιο βασίλειο είναι η μικρότερη από τις τρεις αδελφές του, η Ειρηνούλα. Στο θεατρικό έργο ο Πρίγκιπας είναι μονάκριβος με συμπαραστάτη στον αγώνα του μια χωριατοπούλα, τη Μαρία, που έχει τη φρόνηση της Ειρηνούλας. Σταδιακά έρχεται και ο έρωτας. Σημαντικό το εύρημα του Καμπανέλλη γιατί δίνει τη βιολογική και γενεσιουργό δύναμη της συνέχειας. Μιας συνέχειας της χώρας (του βασιλείου), της πατρίδας και του γένους.
Στο τέλος του παραμυθιού και η Δέλτα, με μια ανατροπή της διήγησης, βάζει το στοιχείο του έρωτα και της συνέχειας. Ο Δάσκαλος και η Φτωχομάνα του Καμπανέλλη ελάχιστη σχέση έχουν με το Δάσκαλο, έναν «άνθρωπο χλωμό και αδύνατο που βαστούσε ένα βιβλίο στο χέρι», και την κυρά Φρόνηση, μια γριούλα «με μειλίχιο πρόσωπο και κάτασπρα μαλλιά» της Δέλτα. Πρότυπο συνεχούς προκοπής και αναζήτησης του δίκιου η Φτωχομάνα, ειρήνη και μόρφωση ζητά ο Δάσκαλος.
Στο παραμύθι περιγράφονται οι παλατιανοί και οι ίντριγκές τους ενώ, αντίθετα, στο θεατρικό έργο σκιαγραφούνται η παρακμή και η διαπλοκή παλατιανών και αυλοκολάκων. Την πρωτοβουλία των κινήσεων δεν έχει στο θεατρικό έργο ο Πρίγκιπας, όπως το βασιλόπουλο στη Δέλτα, αλλά ο λαός. Ο χαρακτήρας του λαού προβάλλει ανάγλυφος μέσα από τη συμπεριφορά και όλων των άλλων προσώπων. Τέλος, η Δέλτα αναφέρεται εκτενώς στους τρόπους ανόρθωσης της παρακμασμένης χώρας δίνοντας έμμεσα οδηγίες, ενώ, ο Καμπανέλλης την ανακάλυψη τρόπων και μεθόδων οργάνωσης της πολιτικής ζωής, την αφήνει σε άλλους πιο αρμόδιους.
Τώρα μετά από πολλαπλές αναγνώσεις και του παραμυθιού και φυσικά του θεατρικού λόγου βρίσκω και νοιώθω τις συγγένειες αλλά και την διαφορετικότητα των δύο κειμένων.
Η αρχική έμπνευση στον Καμπανέλλη είναι το παραμύθι. Οι ήρωες όμως της θεατρικής πένας πήραν άλλη διάσταση, ζωή και πορεία. Σχολιάζουν κάποια ενδογενή ελαττώματα αλλά και ελπίζουν στη σύνεση. Παραπαίουν με όλες τις ανθρώπινες αδυναμίες και στο τέλος επικρατεί το όμορφο, το καλό και το αυριανό. Η Δέλτα υμνεί τους άγνωστους ήρωες για την επιβίωση της πατρίδας. Ο Καμπανέλλης τραγουδά την ειρήνη ελπίζοντας να μη θρηνήσουμε άδικα κι άλλους «άγνωστους ήρωες». Η πατρίδα υπάρχει με την προκοπή, τη δουλειά, τη μόρφωση και το κοίταγμα προς το μέλλον.
Και ένα τελευταίο σχόλιο: Και τα δύο κείμενα είναι φρέσκα, αληθινά και σοκαριστικά επίκαιρα.
Μαρία Καραχάλιου